Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Για ένα «Κέντρο της Πρωτεύουσας» με το δικό του διοικητικό καθεστώς.
Tην εμπεριστατωμένη πρότασή του, για ένα κέντρο της πρωτεύουσας αναλύει ο αρθρογράφος Γιώργος Σταματίου. Φωτογραφία από kirkandmimi από το Pixabay

Κέντρο της Αθήνας; Κέντρο του Δήμου Αθηναίων; Κανένα από τα δύο δεν ισχύει πια. Αλλά η σωστή ονομασία της περιοχής Σύνταγμα - Ομόνοια - Μοναστηράκι/Πλάκα είναι πια «Κέντρο της Ελληνικής Πρωτεύουσας» και θα έπρεπε να υπάγεται στο δικό του, ιδιαίτερο διοικητικό καθεστώς.
Σκέψεις για την δημιουργία και θεσμοθέτηση ενός «Κέντρου της Πρωτεύουσας» της Ελλάδας, μιας ενότητας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στο πλαίσιο της οποίας θα αντιμετωπιστούν επαρκώς τα διάφορα προβλήματα και θα δοθούν οι αρμόζουσες λύσεις βιωσιμότητας των χρήσεων, πραγματικών και συμβολικών, του συγκεκριμένου χώρου.
Και όχι οι σχεδιαζόμενες αποσπασματικές και εμβαλωματικές λύσεις ενός «Μεγάλου Περιπάτου» από τον Δήμαρχο των Αθηναίων, οι οποίες λύσεις, συνολικά, είναι κατάφωρο ότι υπερβαίνουν τις δυνατότητες και εκφεύγουν των περιορισμένων δικαιοδοσιών του αιρετού Δημάρχου και του Δημοτικού Συμβουλίου ενός Δήμου Αθηναίων 600.000 δημοτών, ο οποίος ασφυκτιά μέσα στα, εδώ και σαράντα χρόνια πλασματικής αξίας, διοικητικά όριά του.
Αυτό που βλέπουμε να διαδραματίζεται αυτές τις τελευταίες δύο εβδομάδες είναι, κατά τον Δήμαρχο Μπακογιάννη, μια «διαβούλευση στην πράξη».
Γελοίο πράγμα, παραπειστικό, παραπλανητικό και αχώνευτο. Σαν τα εγκαίνια της πλατείας Ομονοίας που έγιναν μεν, αλλά εκ των υστέρων ονομάστηκαν «ανεπίσημα». Και δεν θα υπάρξουν επίσημα.
Τον ακούω να υποστηρίζει, και τον παρακολουθώ να υποδαυλίζει, με κατάλληλες ενέργειες, τον θόρυβο γύρω από τα τωρινά «δρώμενα» και αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει πολύς διάχυτος εμπαιγμός και καθόλου σοβαρότητα γύρω από παρεμβάσεις και επεμβάσεις, οι οποίες, υποθετικά, θα αλλάξουν την εικόνα του Κέντρου των Αθηνών, όπου τα έργα Ανάπλασης.
Το σωστό θα ήταν να μας πει για ποιούς ακριβώς ο ίδιος κόπτεται και για ποιά συμφέροντά τους.
Το Κέντρο, πάνε πολλά χρόνια που έχει τουρίστες και εργαζόμενους, και μάλλον καθόλου κατοίκους, τουλάχιστον εκεί που θα γίνουν τα έργα ανάπλασης και αναδιαρρύθμισης.
Το Κέντρο δεν είναι πια γειτονιά της Αθήνας και έχει πάψει επίσης προ πολλού να είναι το Άστυ της σύγχρονης Αθήνας.
[ Να υπενθυμίσω εδώ ότι στην αρχαιότητα και αρκετά μέσα στη Ρωμαιοκρατία, μέχρι τις βαρβαρικές επιδρομές, οι Αθηναίοι κατοικούσαν μια πολύ εκτεταμένη περιοχή, τουλάχιστον όση ή και μεγαλύτερη από την σημερινή μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, και συνέρρεαν συχνά, ανάλογα με τις ανάγκες, τις εορτές και τα καθήκοντά τους, στην Αγορά και στο Άστυ. Να υπενθυμίσω επίσης ότι το κέντρο της νέας Αθήνας επί 140 συναπτά χρόνια (1840-1980) δεν ήταν το αρχαίο "Ιστορικό Κέντρο" αλλά η γνωστή στους περισσοτέρους από την δεκαετία του '60 περιοχή, η οποία εγκαταλείφθηκε με τις περιβαλλοντικές και οικονομικές ανατροπές της δεκαετίας του '80 από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της, το οποίο μετακόμισε εν πολλοίς σε προάστια τα οποία μέχρι τότε χρησίμευαν για δευτερεύουσες κατοικίες, προς βορρά και προς νότο. Οι κάτοικοι συνέχισαν να θεωρούνται Αθηναίοι και οι περισσότεροι να μετακινούνται καθημερινώς προς και από το Κέντρο για τις δουλειές τους χρησιμοποιώντας σε πολύ μεγάλο βαθμό τα αυτοκίνητα Ι.Χ. Η έξοδος των Αθηναίων του Κέντρου, τους προσέφερε καλύτερη ποιότητα αέρα και μεγάλες υπεραξίες στις νέες κατοικίες τους. ]
Υπάρχουν συναρμοδιότητες και αποκλειστικές αρμοδιότητες πολλών αρχών και φορέων. Παραδείγματος χάρη, το οδόστρωμα της Πανεπιστημίου και το "Πεδίον του Άρεως" ανήκουν στην αρμοδιότητα της Περιφέρειας.
Κανονικά θα έπρεπε να εξαιρείται από την αρμοδιότητα του/της Δημάρχου Αθηναίων, ο/η οποίος/α δεν έχει διοικούμενους δημότες στην περιοχή αυτή.
Είναι λοιπόν σκόπιμο να οριοθετηθεί μια περιοχή «Κέντρου της Πρωτεύουσας» της οποίας η διοίκηση και η διαχείριση να ανατεθούν σε έναν χωριστό φορέα αποκεντρωμένης διοίκησης.
Λυπάμαι, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων δεν γνωρίζουν καν, ακόμη και όταν ψηφίζουν... «περιφερειάρχες», ότι υπάρχει Αποκεντρωμένη Διοίκηση. Και ότι στην Ελληνική Επικράτεια μπορούν να ορίζονται, όπως ισχύει με το Άγιο Όρος, ειδικά διοικητικά καθεστώτα.
Συγκεκριμένα, από την Περιφερειακή Ενότητα του κεντρικού τομέα Αθηνών και από τον Δήμο Αθηναίων είναι σκόπιμο να αποσπαθεί το Κέντρο των Αθηνών, με το λεγόμενο εμπορικό τρίγωνο, δηλαδή χοντρικά οι περιοχές Σύνταγμα - Ομόνοια - Μοναστηράκι, Πλάκα.
Και να παραμείνουν στην Ενότητα αυτή του Δήμου Αθηναίων τα: Κολωνάκι - Λυκαβηττός, Εξάρχεια, Κουκάκι, Ιλίσια και Μακρυγιάννη.
Ο συνολικός πληθυσμός σύμφωνα με την απογραφή του 2011: 75.810 (2001: 100.936) δεν θα αλλάξει πολύ και, έτσι, όλη η Ελλάδα και όλα τα ΜΜΕ που έχουν άποψη, είτε είναι κάτοικοι, είτε όχι, δημότες ή ετεροδημότες ή εντελώς ξένοι, κάτοικοι της επαρχίας ή αλλοδαποί τουρίστες, θα τοποθετούνται πάνω σε σωστή νέα βάση.
Νέα δηλαδή βάση όσον αφορά το ενδιαφέρον, τις συζητήσεις και τις ιδιαίτερες ευθύνες σχετικά με την εν γένει κατάσταση του Κέντρου της Πρωτεύουσας, σχετικά με το εύρος των αναπλάσεων, τους διαθέσιμους πόρους και την αξιοποίησή τους, κλπ.
Και να μην μπαίνουν από το «παράθυρο» του Δήμαρχου Αθηναίων, αλλά από την πόρτα της οικείας Διοίκησης της περιοχής του Κέντρου, οι όποιες ειδικές ρυθμίσεις στον περιορισμένο χώρον αυτό, στις οποίες να συμπεριλαμβάνονται τόσο οι κυκλοφοριακές και χωροτακτικές όσο και οι ρυθμίσεις άσκησης των ατομικών και των συλλογικών δικαιωμάτων.
Δηλαδή μια σχετικά περιορισμένη ζώνη στην οποία να ισχύουν και να εφαρμόζονται ειδικές ρυθμίσεις, σε σχέση με τις ιδιαίτερες συνθήκες, ιστορικές, οικονομικές, χρήσης γης και άλλες, της περιοχής αυτής.
Δεν είναι σκόπιμο, αντιθέτως είναι άκρως υποκριτικό και καταχρηστικό, να νομοθετούμε και να ρυθμίζουμε σε Πανελλήνια βάση και για όλη την Επικράτεια, κανόνες τους οποίους θέλουμε να δούμε να εφαρμόζονται ειδικότερα και σχεδόν αποκλειστικά στα 4-5 τετρ. χλμ. του Κέντρου της Πρωτεύουσας, με γνώμονα τις αντιλήψεις της εκάστοτε κυβέρνησης για την από κάθε άποψη διοίκηση και διαχείριση του δημόσιου χώρου.
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι, όπως το λέει και η λέξη, ο δημόσιος χώρος ανήκει στους πολίτες και όχι στις ποικίλες Αρχές.
Όλη η Ελλάδα δεν κάηκε στο Μάτι ούτε αναζητήθηκαν ανάλογες παντοειδείς ευθύνες -διοικητικές, αστικές, πολιτικές, ποινικές- αλλού στη Χώρα, όπου αυτές παρουσιάστηκαν, μετά από πυρκαγιές με θύματα ανθρώπινα.
Όλη η Ελλάδα δεν διχάστηκε στον ίσως όχι απολύτως τυχαίο ή απολύτως ηθελημένο εμπρησμό της Μαρφίν πριν δέκα χρόνια πάνω σε μια ιστορικής σημασίας διαδήλωση-πορεία στο Κέντρο της Αθήνας, όπως θέλει το φετινό αφήγημα της παρούσας κυβέρνησης, στο οποίο παρέσυρε την ΠτΔ.
Δεν είναι απλά ανιστόρητο, είναι κατάφωρα υποβολιμαίο και πολιτικά ανέντιμο να επισημαίνουν σήμερα, μετά από δέκα χρόνια, τα πρόσωπα τα οποία μόνον τώρα και όχι από τότε, συμβαίνει να κατέχουν τα ύπατα αξιώματα της Πολιτείας, και να "αναδεικνύουν" έναν εθνικό Διχασμό της φαντασίας τους, έναν διχασμό μεταξύ των αθώων θυμάτων του εμπρησμού στην Σταδίου και των σημερινών υποστηρικτών τους αφενός, και των διαχρονικά αγνώστων λοιπών στοιχείων κουκουλοφόρων και των δήθεν ακραίων διχαστικών και μισαλλόδοξων υποστηρικτών τους, αφετέρου.
Ποιό μας λένε, πολλοί υπουργοί της παρούσας κυβέρνησης, από κοντά και ο Δήμαρχος και ο Πρωθυπουργός, ότι είναι το διακύβευμα του επιτελικού Κράτους στην παρούσα φάση της γενικότερης κατάστασης της Χώρας;
Όχι βέβαια κάποιος ευρύτερος πανεθνικός στόχος, ας πούμε ο εκσυγχρονισμός, τα δημοσιονομικά και η φορολογία, η ευνομία, η ασφάλεια των πολιτών, η σταθερότητα των σχέσεων της Χώρας με τους γείτονες και με την περιφερειακή ολοκλήρωση της Ευρώπης.
Αλλά το να παταχθούν πλήρως, στον συγκεκριμένο περιορισμένο και διόλου αντιπροσωπευτικό χώρο του Κέντρου της Πρωτεύουσας, ορισμένα τοπικά κακώς κείμενα, όπως ο συνδυασμός σε διάφορους μικρής έκτασης χώρους (π.χ. Τοσίτσα, Βάθη, Πανεπιστήμιο) φαινομένων, όπως παράνομες δραστηριότητες γύρω από ναρκωτικά, παράνομες καταλήψεις, καταχρήσεις του ακαδημαϊκού ασύλου, κυκλοφορία και άτυπη εγκατάσταση μεταναστών και ορισμένες εστίες κοινής εγκληματικότητας.
Και το αποτέλεσμα της πάταξης αυτής να χρησιμοποιηθεί, μάλλον επικοινωνιακά, ως δείκτης επιτυχίας του εκ των πραγμάτων και της πολλαπλά περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας, "απλοποιημένου" κυβερνητικού έργου. Να δοθούν δηλαδή στην πλειοψηφία των ηλικιακών, ιδεολογικών και κοινωνιολογικών κατηγοριών των εκλογέων της κυβέρνησης και των ΟΤΑ, διαβεβαιώσεις περί αποφασιστικής και στοχευμένης ευταξίας ανά την Χώρα. Τη στιγμή που στην δήθεν μεταμνημονιακή αλλά καταστρεμένη και λόγω των μέτρων αντιμετώπισης της "υγειονομικής κρίσης" Χώρα, οι αποφασιστικές αρμοδιότητες και οι προς διαχείριση προϋπολογισμοί έχουν συρρικνωθεί στο έπακρο.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περιορισμένης εκτάσεως περίμετρο, εντός της οποίας επικρατούν ιστορικής και συμβολικής αξίας χαρακτηριστικά, συμπυκνώνονται εθνικής μεν εμβέλειας αλλά ειδικά χαρακτηριστικά, ένας χώρος δηλαδή που περπατάει κανείς αλλά ασφαλώς όχι ένας χώρος περιπάτου των περιοίκων.
Μια ζώνη πρωτίστως κυβερνητικών, τουριστικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, στην οποά συνυπάρχουν οι έδρες της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, ορισμένα υπουργεία, η έδρα ιστορικών ακαδημαΐκών Ιδρυμάτων, μνημεία όπως αυτό του Άγνωστου Στρατιώτη, άλλα ιστορικά κτίρια όπως η Ακαδημία Αθηνών και η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Δημαρχείο και το Χρηματιστήριο, ο Εθνικός Κήπος και το Ζάππειο και σε άμεση γειτνίαση με αυτά, ορισμένες παλαιές Πρεσβείες και πολλά Μουσεία, πέρα από το Εθνικό Αρχαιολογικό. Τυπικές πεζοδρομήσεις παλαιών εμπορικών δρόμων. Πολλά θέατρα και κινηματογράφοι Α' προβολής.
Ο τυπικός «περίπατος» εκτείνεται πέρα από αυτά, προς Πλάκα (η οποία μετά από μια σχετικά πρόσκαιρη αναζωπύρωση του οικιστικού ενδιαφέροντός της, επίσης εγκαταλείφθηκε από τους περισσότερους μόνιμους κατοίκους της) προς Στύλους του Ολυμπίου Διός, Πύλη του Αδριανού, Μουσείο της Ακρόπολης, προς Φιλοππάπου, Θησείο, Μοναστηράκι. Και από εκεί μέχρι το Γκάζι και την Πειραιώς.
Υπάρχουν λίγοι Αθηναίοι που έχουν ξεμείνει στην περιοχή αυτή, κανένας όμως δεν επιλέγει πια για μόνιμη κατοικία του το «εμπορικό τρίγωνο» στο οποίο ο τζίρος είναι ολοένα και πιο «τουριστικός» (φιλοξενία, σίτιση, διασκέδαση...) και ελάχιστα εξυπηρετεί με τα εμπορικά του καταστήματα και τις Τράπεζες τις ανάγκες των ολιγάριθμων «ντόπιων» Αθηναίων.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου μια τυπική γειτονιά των Αθηνών, παρόλο που η εκφρασμένη πρόθεση είναι να γίνει, με παρεμβάσεις και ρυθμίσεις. μια πρότυπη περιοχή επισκέψεων και δραστηριοτήτων, μια βιτρίνα «κανονικότητας».
Δυστυχώς, η «διαβούλευση στην πράξη» δεν μπορεί να γίνει στη βάση της γνώμης των σχεδόν ανύπαρκτων δημοτών της περιοχής, ούτε μπορεί, μετά την εκτέλεση των έργων της Ανάπλασης, η περιοχή να «αποδοθεί στους κατοίκους» της.
Γιαυτό και είναι παράλογο, παρανοϊκό και σίγουρα καταχρηστικό να νομοθετεί η σημερινή κυβέρνηση και η Βουλή σε θέματα γενικής ισχύος και εφαρμογής συνταγματικών ρητρών, όπως το δικαίωμα συνάθροισης, χρησιμοποιώντας εντελώς προσχηματικά τα δεδομένα μιας μικρής περιοχής των Αθηνών και να φαίνεται ότι, οι ρυθμίσεις αυτές, αποσκοπούν στην ποδηγέτηση φαινομένων (π.χ. κεντρικές διαδηλώσεις) τα οποία δεν παρουσιάζονται αλλού στην Επικράτεια. Πόσο μάλλον όταν τα σχετικά νομοθετήματα εμπνέονται από -και αντιγράφουν- απαγορεύσεις συνυφασμένες με το έκτακτο, αντιδημοκρατικό και αυταρχικό καθεστώς της δικτατορίας των Απριλιανών πραξικοπηματιών.
Με λίγα λόγια και κατά την γνώμη μου, προέχει εν προκειμένω και προηγείται η διοικητική τακτοποίηση του «Κέντρου της Πρωτεύουσας» και η ανακήρυξή του σε χωριστή διοικητική μονάδα, με ορισμένα μόνον απαραίτητα αυτοδιοικητικά στοιχεία.
Η μονάδα αυτή θα εκφεύγει της διοικητικής και ευρύτερης οικονομικής και αστυνομικής αρμοδιότητας του Δημάρχου Αθηναίων. Η αρμοδιότητα του Δημάρχου Αθηναίων εντός του «Κέντρου της Πρωτεύουσας» θα περιορίζεται σε τυπικές αυτοδιοικητικές αρμοδιότητες όπως η καθαριότητα και η αποκομιδή των απορριμμάτων με δίκαιη ανταμοιβή για την παροχή των υπηρεσιών αυτών.
Και έπονται, λογικά και χρονικά, μετά τον ορισμό της νέας αυτής διοικητικής ενότητας, τα όποια έργα και σχέδια εξωραϊσμού και ανάπλασης, τα οποία θα υλοποιηθούν λαμβανομένου υπόψη του ειδικού καθεστώτος του «Κέντρου της Πρωτεύουσας» και των προσώπων, των φορέων και των θεσμών που θα εξυπηρετούνται εκεί ανάλογα με το είδος των δραστηριοτήτων τους.
Τόσο ο Δήμαρχος και το Δημοτικό Συμβούλιο, όσο και οι υπηρεσίες του Δήμου δεν θα καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς τους σε μια περιοχή με ελάχιστους δημότες και θα μπορούν να συγκεντρώσουν την προσοχή τους και την διάθεση των πόρων του Δήμου στην αντιμετώπιση και διαχείριση των υπαρκτών και ουσιαστικών προβλημάτων των πολυάριθμων δημοτών στις άλλες γειτονιές του κεντρικού τομέα του Δήμου.
Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν να μεταβληθεί, όπως σήμερα προγραμματίζεται, ένα μεγάλο μέρος του Κέντρου σε ποδηλατοδρόμιο, αποκλειστικά σχεδόν για την αναψυχή κατοίκων του Δήμου Αθηναίων και των όμορων Δήμων της "Αθήνας", η οποία εκτείνεται από την Πετρούπολη έως την Γλυφάδα και από τα Βριλήσσια έως το Κερατσίνι, οι οποίοι κάτοικοι θα "κατεβαίνουν" στο Κέντρο με το δικό τους ποδήλατο.
Το ζητούμενο είναι να αποτρέπεται η κυκλοφοριακή συμφόρηση και η ταλαιπωρία όσων, για οποιονδήποτε λόγο, επιθυμούν να επισκεφθούν το Κέντρο, να αποθαρρύνεται η άσκοπη και άνευ στάθμευσης πρόσβαση, χωρίς να απαγορεύεται η διέλευση από αυτό.
Να διευκολυνθεί δηλαδή κυρίως η τοπική κινητικότητα. Και αυτό μπορεί κάλλιστα να γίνει με ποδήλατα ή άλλα ηλεκτροκίνητα τροχοφόρα, ή και πατίνια, που θα τίθενται, με κάποιο λογικό αντίτιμο, στη διάθεση των επισκεπτών.
Δεν θα έχουμε έτσι το φαινόμενο ένας αιρετός Δήμαρχος Αθηναίων να ασχολείται με ό,τι μπορεί να απασχολεί ποσοστό 10% μόνο των δημοτών του και να καταναλώνει, στον τόπο που κατοικεί το ποσοστό αυτό, το 90% των πόρων που διαθέτει ο Δήμος από τα δημοτικά τέλη όλων των δημοτών του, ανεξάρτητα από τις άλλες πηγές εσόδων του Δήμου.
Είναι άλλωστε γνωστό ότι από την δεκαετία του '80 ήδη, και ίσως λίγο πιο πριν, -πριν δηλαδή οι Αθηναίοι του Κέντρου αρχίσουν να το εγκαταλείπουν λόγω νέφους και προοπτικών κτήσης υπεραξιών-, τα διάφορα ζητήματα του Κέντρου των Αθηνών, περιλαμβανομένης της ιδέας ενός «περιπάτου», αντιμετωπίζονταν από την Πολιτεία και όχι από τους Δημάρχους, στην βάση ενός πρωταρχικά κεντρικού διοικητικού και χωροτακτικού σχεδίου, προωθούμενου από τις κυβερνήσεις και το νεοπαγές υπουργείο Χωροταξίας.
Ενώ λοιπόν ο Δήμαρχος, όπως δυστυχώς ξεχνάνε οι περισσότεροι συμπατριώτες, δεν είναι Δήμαρχος των Αθηνών αλλά ο Δήμαρχος των Αθηναίων, το σχεδόν ακατοίκητο από μόνιμους κατοίκους-δημότες σύγχρονο «Άστυ των Αθηνών» εκτάσεως τριών τεσσάρων τετρ. χιλιομέτρων και πληθυσμού που δεν υπερβαίνει σε χιλιάδες τα δάχτυλα του ενός χεριού, δεν είναι δυνατόν να διοικείται από τον «Δήμαρχο Αθηναίων», τον Δήμαρχο ενός Δήμου εκτάσεως 39 τ. χλμ. και πληθυσμού 600 έως 650 χιλιάδων κατοίκων / δημοτών.
Γιατί δεν είναι πια ούτε το Κέντρο των Αθηνών ούτε το Κέντρο των Αθηναίων.
Είναι το Κέντρο της Πρωτεύουσας της Ελλάδας.
Δηλαδή μια διακριτή από τον Δήμο Αθηναίων τοπική και, όπως χρειάζεται, διοικητική οντότητα.
Και σαν τέτοιο Κέντρο, αποτελεί μεν η «ανάπλασή» του ένα εθνικής εμβέλειας ζήτημα, καθώς είναι σε μεγάλο βαθμό και η βιτρίνα της χώρας (πράγμα στο οποίο συντείνει και ο υδροκεφαλισμός του αεροδρομίου της Αθήνας) αλλά δεν μπορεί, στο πλαίσιο διαχείρισης του ζητήματος αυτού να αδικούνται αφενός οι ελάχιστοι κάτοικοι/δημότες του, και, αφετέρου, οι δημότες/κάτοικοι της υπόλοιπης κεντρικής ενότητας του Δήμου Αθηναίων, των όμορων Δήμων, και της ευρύτερης περιοχής αρμοδιότητας της Νομαρχίας Αθηνών ή/και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, η οποία ακολουθεί τα όρια της Περιφέρειας Αττικής.
©Typologos.com 2020

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Διεθνής αναγνώριση με την ένταξη στην Ατλαντική Συμμαχία: ευκαιρία να αυτοπροσδιορίζεται ο ένας, ευκαιρία να διχάζεται ο άλλος

Ένα, ή μάλλον περισσότερα από ένα, ελληνικά σύνδρομα

Του  Γιώργου  Σταματίου


Ο αυτοπροσδιορισμός, για τα άτομα, για τις συλλογικότητες, για τις εθνότητες, για τα κράτη, είναι κάτι σαν την ελευθερία: ο καθένας μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται όσο και όπως θέλει και επιθυμεί, έως ότου συναντήσει και έρθει αντιμέτωπος με το ή τα στοιχεία αυτοπροσδιορισμού του άλλου. Τα οποία καταρχήν, οφείλει να τα λάβει υπόψη του και να τα σεβαστεί.


Εκτός εάν αυτός καθαυτός ο αυτοπροσδιορισμός, ή ο τρόπος που τον ασκεί ο άλλος, του είναι ανυπόφορος. Είναι σαφές ότι η αντίδραση των Ελλήνων, Μακεδόνων και άλλων, είναι η αντίδραση κάποιου που νοιώθει ότι ο γείτονας, ιδρύοντας το κράτος του και δίνοντάς του εξαρχής το όνομα  «Μακεδονία»  χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό, διεκδικεί το όλον, το ιστορικό, γεωγραφικό, εθνοτικό κλπ, εκεί που τους τελευταίους λίγους αιώνες δεν διαθέτει παρά μόνον ένα τμήμα του όλου, δηλαδή ένα τμήμα του γεωγραφικού όλου.
Τότε το ζήτημα αλλάζει… και ο καθένας παίρνει τον δρόμο του, διακόπτοντας εν τη γενέσει του τον διάλογο. Ο οποίος μπορεί να μην είναι επιβαλλόμενος, είναι όμως χρήσιμος προκαταρκτικά,  και ίσως επιβεβλημένος, πριν δημιουργηθεί και παγιωθεί κάποια διαφορά μεταξύ των γειτόνων, πριν οδηγηθούν σε αντεγκλήσεις και σε συγκρούσεις.
Η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, όταν βρέθηκε σε θέση -αλλά και χρειάστηκε- να αποκτήσει άμεση συμμετοχή στη Διεθνή Κοινότητα, σχεδόν ταυτόχρονα με την απόκτηση δικής της εθνικής κυριαρχίας, θεώρησε απλό να αποβάλει τα πρώτα δύο αρχικά της μέχρι τότε έναντι πάντων επίσημης ονομασίας της ως συστατικού μέρους της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, η οποία έπαψε να υπάρχει ως διεθνής οντότητα με το όνομα αυτό στις 15 Ιανουαρίου 1992.
Έτσι, ένα πρωί, ξύπνησαν οι Έλληνες Μακεδόνες της ελληνικής Μακεδονίας και κοιτάζοντας απέναντι, διάβασαν αίφνης, αντί της ονομασίας  «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας»  την νέα αναρτημένη πινακίδα:  «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Καθώς δεν υπήρχε καμία προηγούμενη συνεννόηση σε επίπεδο κρατών, ο λαός, από την εδώ πλευρά των συνόρων, εύκολα και με αγανάκτηση έφτασε στο συμπέρασμα, το οποίο σύντομα μεταβλήθηκε σε βέτο και διεθνή διεκδίκηση, ότι «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική».
Το ζήτημα, λοιπόν,  άλλαξε με αυτήν την αιφνίδια αφύπνιση σε μια νέα πραγματικότητα, ισοδύναμη μιας πρόσκρουσης στο δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του γείτονα. Και κατέληξε να γίνει ζήτημα ονοματοθεσίας και ονοματοαποδοχής.
Στο σημείο αυτό εμφανίζεται και η βασική και χρόνια δυσλειτουργία στις σχέσεις μεταξύ ελληνικής κοινωνίας και ελληνικού κράτους. Υποβόσκει πάντοτε ένα έλλειμμα αρμονίας, μια χασμωδία στις εκατέρωθεν σχέσεις των δύο αυτών πραγματικοτήτων.
Τα συστατικά της Ελλάδας ως κοινωνίας, ως έθνους και ως Κράτους, εκφράζονται,  λοιπόν,  απέναντι σε έναν γείτονα, τουλάχιστον αδέξιο στις ενέργειές του της κρίσιμης αρχικής παρουσίας του στη διεθνή σκηνή, ανάλογα με τις περιπτώσεις και ανάλογα με τις περιστάσεις: η Ελλάδα, ως κοινωνία και ως κράτος, εμφανίζεται σχιζοφρενής, έως και διπολική στη συμπεριφορά της : από τη μια έχουμε μια κοινωνία και ενός Κράτους που εκφράζεται με κόκκινες γραμμές, με χαρακώματα και ταμπούρια, έχουμε την επίκληση αλυτρωτισμών και ιδρυτικών μύθων και θρύλων καταγωγής, έχουμε ριψοκίνδυνες ιστορικές αναφορές και αναδρομές, αλλά και κρατικό -όχι ιδιωτικό ή/και εμπορικό- εμπάργκο, έχουμε προτροπή σε δημοψηφίσματα, έχουμε κυρίως διεκδικήσεις με διοργάνωση συλλαλητηρίων και άλλα παρόμοια. Με ένα λόγο, έχουμε διεκδίκηση μονοπωλιακών δικαιωμάτων γενικώς στην ύπαρξη της μιας και μόνης Μακεδονίας και, συνακόλουθα, του ονόματός της.
Στον κατά κάποιον τρόπο αντίποδα αυτού, και πάντως σε αντιδιαστολή προς την έκφραση της ελληνικής κοινωνίας, έχουμε από πλευράς του επίσημου ελληνικού Κράτους, στις σχέσεις με την Π.Γ.Δ.Μ.  και με την ευρύτερη Διεθνή Κοινότητα, την επιβεβλημένη άσκηση διπλωματίας, διμερούς και πολυμερούς, έχουμε την ανάγκη αναγνώρισης των διακρατικών ή/και διεθνών σχέσεων, έχουμε διάλογο και διεθνοποίηση, διεθνή διαιτησία, αναζήτηση συμβιβαστικών λύσεων, έχουμε ανάθεση αρμοδιότητας σε οργανισμούς, όπως  είναι ο Ο.Η.Ε.  κλπ.
Έχουμε τελικά, σαν κοινή συνισταμένη όλων των δυνάμεων και φορτίσεων, τόσο στο εσωτερικό μέτωπο όσο και στις διμερείς σχέσεις με την Π.Γ.Δ.Μ.  και στο πλαίσιο της Διεθνούς Κοινότητας, μια εμπλοκή, αλλιώς επονομαζόμενη διπλωματικά, μια απουσία προόδου. Και έχουμε έναν ειδικό αντιπρόσωπο του Ο.Η.Ε.,  ο οποίος ορίστηκε ως μεσολαβητής με καθήκον να εστιάσει στην εξεύρεση μιας λέξης. Του ονόματος της γειτονικής χώρας.  Ήταν 54 ετών ο Μάθιου Νίμιτς όταν ανέλαβε και φέτος κλείνει τα 78.
Αυτός ο «νεκρός χρόνος», διάρκειας σχεδόν μιας γενιάς, είναι και μια αναμονή. Δηλαδή ένας χρόνος βιωματικός. Ο οποίος βιώνεται με πολύ διαφορετικό τρόπο από τους διάφορους εμπλεκόμενους. Αλλιώς και με διαφορετικό τρόπο περνάει ο χρόνος, παραδείγματος χάρη, για έναν διεθνή οργανισμό,  όπως είναι  ο Ο.Η.Ε., αλλιώς για το ελληνικό Διπλωματικό Σώμα, αλλιώς για τους εκάστοτε κυβερνητικούς παράγοντες, αλλιώς για τα κομματικά επιτελεία και οπωσδήποτε αλλιώς για τον μέσο Έλληνα πολίτη, πόσο μάλλον για τον Έλληνα Μακεδόνα.
Βεβαίως, επί πολλά χρόνια έχουμε κενό αναφοράς, στα Μ.Μ.Ε.  της ημεδαπής και της αλλοδαπής, ειδήσεων ή ρεπορτάζ σχετικά με το πώς συνεχίζεται η ζωή ένθεν και ένθεν των συνόρων, χωρίς καμία ρύθμιση του υπαρκτού ζητήματος της ονομασίας των Σκοπίων. Θα έλεγα μάλιστα ότι το κενό αυτό είναι απόλυτο όσον αφορά το πως βιώνει ο εκεί λαός αυτήν την εκκρεμότητα.
Το στοίχημα του τότε πρωθυπουργού Μητσοτάκη, ότι δηλαδή, με ή χωρίς τα συλλαλητήρια, οι Έλληνες θα είχαν ξεχάσει το ζήτημα αυτό εντός δεκαετίας, χάθηκε από την πλευρά του ίδιου και των οπαδών του, μάλλον όχι από την πλευρά του υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησής του, ο ίδιος έχασε εκεί επάνω την πρωθυπουργία, και εντέλει μας άφησε χρόνους, σχεδόν εκατοντούτης, και όλοι σχεδόν θα συμφωνήσουν στο λογικό συμπέρασμα ότι τα 24 χρόνια διεθνοποίησης του  «μακεδονικού»  έστω και χωρίς κάποια αρχή επίλυσής του, αποτέλεσαν μια επιτυχία του ελληνικού Κράτους και της Διπλωματίας του.
Επιτυχία, την οποία ήρθε να επισκιάσει η νέα εμπλοκή στο πλαίσιο της νέας συζήτησης, απόπειρας θα λέγαμε εμείς από την πλευρά μας, για ένταξη της Π.Γ.Δ.Μ.  στο ΝΑΤΟ. Με το νέο αυτό γεγονός βρεθήκαμε μπροστά σε νέα ανάδυση του χάσματος, στο εσωτερικό μέτωπο,  μεταξύ αυτών που θεωρούν ότι το ζήτημα είναι οριστικά σε χέρια κυβερνητικά και διεθνών οργανισμών, δρομολογημένο βάσει διαδικασιών που προβλέπονται από το διεθνές Δίκαιο, και αυτών που, βιώνοντας έναν άλλο χρόνο και μίαν άλλη φόρτιση, που είναι βέβαια καχύποπτοι όσον αφορά τους σχετικούς χειρισμούς και το πλαίσιό τους, επιθυμούν να πάρουν το θέμα επάνω τους, θολώνοντας τις γραμμές των αρμοδιοτήτων και διοργανώνουν ή/και συμμετέχουν σε συλλαλητήρια, όχι κατ’ ανάγκη σε ευθεία αντιπαράθεση προς τις ενέργειες και τις διαδικασίες που έχει επιλέξει η κυβέρνηση, όχι όμως και προς υποστήριξη των επιλογών αυτών.
Έτσι, καθώς δεν υπάρχει κανενός είδους διάλογος εντός και εκτός των συνόρων, και παρά το δεδομένο ότι έχουμε ως κράτος και ως κοινωνία, εδώ και 26 χρόνια, μπερδευτεί σε πολλαπλά θέματα -ιστορικής, φυλετικής, γλωσσικής φύσεως- με τους γείτονες της Π.Γ.Δ.Μ., ίσως όμως και εξαιτίας αυτού, φαίνεται, ότι μας αρέσει να διχαζόμαστε, προσπαθώντας να ξαναγράψουμε ή και να βιώσουμε εξαρχής την Ιστορία.
Διοργανώνονται, όπως διοργανώνονται, συλλαλητήρια, και συμμετέχει σ’ αυτά πλήθος λαού σε αποσύνδεση με την όποια ένταξή του στο τρέχον πολιτικό σκηνικό, ξεχνώντας ή βάζοντας ηθελημένα κατά μέρος ό,τι έχει ήδη «γράψει» στην Ιστορία, ξεχνώντας σε ποιο  σημείο της διαδικασίας έχουμε φθάσει. Πλήθος κόσμου και λαού σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, που επιθυμεί να βρεθεί πάλι σε μια νέα αφετηρία.
Στην ουσία, αυτό που θέλουμε κάνουμε είναι να βαφτίσουμε νέα την παλαιά αφετηρία.
Ας μη μας εκπλήσσει αυτό. Ο μέσος Έλληνας πολίτης και ψηφοφόρος, ως υποκείμενο του πολιτικού βίου και ως παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων, δεν αρέσκεται να περιμένει, δεν συναινεί στους χρόνους των διαδικασιών : την επομένη κιόλας των εκλογών παραδείγματος χάρη, επιθυμεί να ξεχάσει και το αποτέλεσμά τους και την κυβέρνηση που καλείται να κυβερνήσει για μια τετραετία. Επιθυμία του είναι να σβηστεί άμεσα ή να θεωρηθεί εντελώς προσωρινό το όποιο αποτέλεσμα, να μηδενιστούν τα κοντέρ και να κληθεί πάλι στις κάλπες, την επόμενη Κυριακή κιόλας.
Δεν θέλει να χάσει την αρμοδιότητα να αποφαίνεται, και ξανά να αποφαίνεται, όταν και όπως αυτός θέλει, έστω και αν έρχεται σε αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό του.
Είναι, με λίγα λόγια, οπαδός του  «είπα, ξείπα», ξεχνώντας ή βάζοντας κατά μέρος το γεγονός ότι τόσο το πολίτευμα της χώρας όσο και οι διεθνείς σχέσεις της διέπονται, καλώς ή κακώς, από τις αρχές της ανάθεσης, της εκπροσώπησης, της αντιπροσώπευσης, της συνέχειας του Κράτους. Γεγονός το οποίο όμως, φαίνεται να αποτελεί την πυξίδα συμπεριφοράς για ένα άλλο, ισοδύναμο πλήθος λαού, του οποίου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ο πατριωτισμός.
Όμως, διχαζόμενοι ομφαλοσκοπούμε, μηρυκάζουμε και αναμασούμε τις παλαιές διχοτομίες μας, (ξανα)κάνοντας το όποιο ζήτημα της χώρας, και οπωσδήποτε τα διεθνή ζητήματά της, ζητήματα ελληνο-ελληνικά. Και τα καταναλώνουμε ως τέτοια.
Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι, όπως και στην τωρινή περίπτωση της ενδεχόμενης συμμετοχής της Π.Γ.Δ.Μ. στο ΝΑΤΟ, καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι ο κύριος σκοπός της συμμετοχής μας σε διεθνείς οργανισμούς είναι να βάζουμε όρους ή βέτο όσον αφορά στη συμμετοχή τρίτων, ή ότι ο κύριος ρόλος των οργανισμών αυτών είναι να προσφεύγουμε σε αυτούς ως μέλη τους, συχνά με συναισθηματική φόρτιση και από θέση διαδικαστικής ισχύος, απαιτώντας από αυτούς να επιληφθούν, έστω και αναρμοδίως, και να μας δικαιώσουν σε ζητήματα που έχουμε με τρίτους, τις περισσότερες φορές με τους άμεσους γείτονές μας όπως είναι  η Τουρκία και η Π.Γ.Δ.Μ.
Αυτό το φαινόμενο μας κάνει στη διεθνή σκηνή μοναδικούς.
Αν μας κάνανε το ίδιο, φερ’ ειπείν οι Φινλανδοί ή οι Σλοβάκοι, θα γινόμασταν έξαλλοι! Ατομικά και συλλογικά.
©Typologos.com 2018.
https://www.typologos.com/%CE%B1%CF%84%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%AF%CE%B1-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%80%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%8D%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82/

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Απουσία

Πού να σαι απόψε; 
Το φεγγάρι τρεμοπαίζει σαν κεράκι, τα φύλλα χάνονται στο βάθος του δρόμου. Αθόρυβα.
Το κρύο παγώνει τα δάχτυλα κι ο ουρανός απόμακρος, συννεφιασμένος.
Όλα τα ορίζει μία πίστη τυφλή - έναν εκλιπόντα Θεό προσκυνά. 

Γύρω ίσκιοι μονότονης σιωπής.
Μαρμάρινο τραπέζι με στηρίζει - αγκαλιά με παραισθήσεις μοναξιάς.
Ακόμη ένας στρατιώτης από συντρόφους προδομένος.
 Στη δίνη του καιρού παραδομένος.
Πόσους βηματισμούς μετρά η απουσία σου;
Ποιο ψέμα τη συντροφεύει;
Πού να σαι απόψε, ποια άστρα τάχα καθρεπτίζονται στα μάτια σου; Και ποια χέρια, ποια χέρια χαϊδεύουν τα μαλλιά σου;
Αγαπημένε.
Blanche Etere
Σεπτέμβριος 2014 

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Οδυσσέας Ελύτης: προσεγγίζοντας το έργο «Ιδιωτική Οδός»

«Είναι ανοιχτή για τον καθένα μας η ιδιωτική του οδός. Και όμως· την ακολουθούν ελάχιστοι. Μερικοί, μόνον όταν συμβεί μια ή δυο φορές στη ζωή τους να είναι ερωτευμένοι. Κι οι υπόλοιποι ποτέ. Είναι αυτοί που αποχωρούν μια μέρα από τη ζωή χωρίς να έχουν πάρει καν είδηση τι τους συνέβη. Και είναι κρίμας. Είναι κρίμας αυτός ο ισόβιος εγκλεισμός στην κιβωτό της Ανάγκης, με καθηλωμένες τις αισθήσεις σε υπηρετικό επίπεδο. Και να ‘φταιγε μόνον η έλλειψη παιδείας; Εδώ κι ένας αμπελουργός ή ένας ψαράς, εάν είναι αυθεντικοί, φτάνουν από την άποψη της συνειδητοποίησης των δρωμένων στον ίδιο βαθμό που φτάνει και ο ποιητής. Μυριάδες ανεπαίσθητες δονήσεις από την πυρωμένη γης ή το πρωινό πέλαγος επενεργούν επάνω τους, με αποτέλεσμα ο ψυχισμός τους να δέχεται και ν’ αποταμιεύει εγχαράξεις ανώνυμα θεϊκές». Είναι φανερό πως ο ποιητής μας προτρέπει να αισθανόμαστε ερωτευμένοι κι όχι απαραίτητα με πρόσωπο, ερωτευμένοι με τα πάντα και για τα πάντα. «Μερικές φορές οι ερωτευμένοι», γράφει, «αντιλαμβάνονται. Επειδή ο έρωτας απελευθερώνει το ένστικτο από τη λογική, προσπαθείς να οσμίζεσαι, να βλέπεις παραπίσω, εισπράττεις την αίσθηση, λειτουργούν οι αισθήσεις, η ψυχή αναταράσσεται σαν πέλαγος».
«Αυτά που μ’ αρέσουν είναι και η μοναξιά μου». Μ’ αυτή τη φράση επέλεξε ο Ελύτης να ξεκινήσει το βιβλίο του αυτό και δεν είναι τυχαίο. Αν η Ιδιωτική Οδός είναι ο εσωτερικός μοναχικός δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει κανείς, προκειμένου να φτάσει στην αυτοπραγμάτωσή του, δεν θα φτάσει ποτέ εάν δεν αγαπά τη μοναξιά. Τις ώρες εκείνες που έχεις συντροφιά μονάχα τη σκέψη σου και την ψυχή σου. Σ’ αυτές, λοιπόν, τις ώρες μοναξιάς, τις ώρες της ενδοσκόπησης και της παραγωγής του νου, ο Ελύτης μας δείχνει τον τρόπο για να βγούμε στην Ιδιωτική μας Οδό και μας ορίζει συνοδοιπόρους στο κομμάτι αυτό της ζωής του που ο ίδιος επέλεξε να περπατήσει, γιατί τρεμοπαίζοντας ένα «φωτάκι», του έδειξε τη διαδρομή που όφειλε να ακολουθήσει και στη διαδρομή αυτή πρωταγωνιστεί η μοναξιά και ό,τι από αυτήν ή μέσω αυτής προκύπτει.
Πηγή : http://www.literature.gr/odisseas-elitis-prosengizontas-to-ergo-idiotiki-odos-tou-paschali-prantziou/